- τοσσάτιος
- -ατίη, -ον, Α(δεικτ. αντων.)1. τόσο μεγάλος ή τόσο σπουδαίος («φεῡ, ἀπὸ τοσσατίου κάλλεος εἰμὶ κόνις», Βαβρ.)2. τόσο εκτεταμένος («τοσσάτιον μογέεσκον ἐπὶ χρόνον», Απολλ. Ρόδ.)3. (ο πληθ. αρσ. ως ουσ.) τοσσάτιοιτόσο πολλοί άνθρωποι4. το ουδ. ως ουσ. τοσσάτιοντόσο μεγάλη έκταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόσος / τόσσος κατά το ὁσσάτιος].
Dictionary of Greek. 2013.